ἐπίσταθ' — ἐπί̱στατο , ἐφίστημι set imperf ind mp 3rd sg (ionic) ἐπί̱στατε , ἐφίστημι set imperf ind act 2nd pl (ionic) ἐπίστατε , ἐφίστημι set pres imperat act 2nd pl (ionic) ἐπίστατε , ἐφίστημι set pres ind act 2nd pl (ionic) ἐπίσταται , ἐφίστημι set pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίστατ' — ἐπί̱στατο , ἐφίστημι set imperf ind mp 3rd sg (ionic) ἐπί̱στατε , ἐφίστημι set imperf ind act 2nd pl (ionic) ἐπίστατε , ἐφίστημι set pres imperat act 2nd pl (ionic) ἐπίστατε , ἐφίστημι set pres ind act 2nd pl (ionic) ἐπίσταται , ἐφίστημι set pres … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίσταμαι — ἐπίσταμαι (AM) 1. γνωρίζω πώς να κάνω κάτι, είμαι ικανός να ενεργήσω («ὅστις ἐπίσταιτο ᾖσι φρεσὶν ἄρτια βάζειν», Ομ. Ιλ.) 2. είμαι βέβαιος, έχω πεποίθηση («ἐπίστασθαι ὡς βουκόλου τοῡ Ἀστυάγεος εἴη παῑς», Ηρόδ.) 3. γνωρίζω καλά («πολλὰ δ’ ἐπίστατο … Dictionary of Greek
μείλιχος — και αιολ. τ. μέλλιχος, ον (Α) 1. πράος, ήπιος, γλυκός, μειλίχιος (α. «πᾱσιν γὰρ ἐπίστατο μείλιχος εἶναι ζωὸς ἐών», Ομ. Ιλ. β. «ἔκ δ ἄρα δεσποίνης οὐ μείλιχον ἔστιν ἀκοῡσαι οὔτ ἔπος οὔτε τι ἔργον», Ομ. Οδ.) 2. επίθετο τής Λητούς, τού Ύπνου και τής … Dictionary of Greek